ταμπουρώνω

ταμπουρώνω
ταμπούρωσα
1. οχυρώνω θέση με ταμπούρια (βλ. λ.).
2. ταμπουρώνομαι ταμπουρώθηκα, ταμπουρωμένος, οχυρώνομαι πίσω από ταμπούρια: Ταμπουρώθηκαν στο κάστρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταμπουρώνω — Ν [ταμπούρι] 1. οχυρώνω με ταμπούρι, κατασκευάζω ταμπούρι 2. (συν. το μέσ.) ταμπουρώνομαι α) προφυλάσσομαι πίσω από αμυντικό προπέτασμα, οχυρώνομαι β) μτφ. i) καλύπτομαι, χρησιμοποιώ κάτι ως προκάλυμμα, για μια συνήθως αρνητική, ενέργειά μου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”