- ταμπουρώνω
- ταμπούρωσα1. οχυρώνω θέση με ταμπούρια (βλ. λ.).2. ταμπουρώνομαι ταμπουρώθηκα, ταμπουρωμένος, οχυρώνομαι πίσω από ταμπούρια: Ταμπουρώθηκαν στο κάστρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.